- ἀντιστατικά
- ἀντιστατικόςofneut nom/voc/acc plἀντιστατικά̱ , ἀντιστατικόςoffem nom/voc/acc dualἀντιστατικά̱ , ἀντιστατικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιστατικάς — ἀντιστατικά̱ς , ἀντιστατικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… … Dictionary of Greek